- μορσικός
- -ή, -ό [μορς]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επινόηση τού Μορς («μορσικό σύστημα τηλεγραφίας»)2. αυτός που επινοήθηκε από τον Μορς («μορσικό αλφάβητο»)3. το θηλ. ως ουσ. η μορσικήπαλαιά ονομασία τηλεγραφικού δέκτη συστήματος Μορς.
Dictionary of Greek. 2013.